- πηχισμός
- πηχισμόςmeasuring by the cubitmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πηχισμός — ὁ, Α [πηχίζω] η μέτρηση με τον πήχυ … Dictionary of Greek
πηχισμῷ — πηχισμός measuring by the cubit masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχισμόν — πηχισμός measuring by the cubit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηχυσμός — ὁ, Μ μέτρηση τής ανύψωσης τής στάθμης τού Νείλου με το Νειλόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πηχισμός κατ επίδραση τού πῆχυς] … Dictionary of Greek